αποκλάδι

αποκλάδι
το
κομμένο κλαδί, αμπελόβεργα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκλαμός — (I) ο 1. παραφυάδα φυτού, παρακλάδι, αποκλάδι 2. πλοκάμι χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποκλαμός αντί πλοκαμός, με αντιμετάθεση. Ανήκει στις λέξεις εκείνες στις οποίες παρετυμολογικά εισάγεται πρόθεση όπου προηγουμένως δεν υπήρχε (πρβλ. αναθρήκα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”